χολερώδης

χολερώδης
χολερ-ώδης, ες,
A of the nature of cholera,

τρόπος Hp.Coac.524

.
2 liable to cause cholera, of pork,Id.Acut. (Sp.)50, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.79.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χολερώδης — ες / χολερώδης, ῶδες, ΝΑ [χολέρα] αυτός που μοιάζει με τη χολέρα ως προς τα συμπτώματα αρχ. (για χοίρο) ο ικανός να προξενήσει χολέρα …   Dictionary of Greek

  • χολερώδεα — χολερώδης of the nature of cholera neut nom/voc/acc pl (epic ionic) χολερώδης of the nature of cholera masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολερώδεις — χολερώδης of the nature of cholera masc/fem acc pl χολερώδης of the nature of cholera masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολερωδῶν — χολερώδης of the nature of cholera masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”